- άχυρο
- Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής και της βρώμης, με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε άζωτο, ανακατεμένα με σανό καλύτερο χρησιμεύουν ως χορτονομή. Ά. πιο άκαμπτο και σκληρό, όπως της βρίζας, χρησιμοποιείται για να κατασκευάζονται αχυροκαλύβες, για την προστασία της κόμης ορισμένων φυτών κατά τον χειμώνα, για τη διευκόλυνση της ωρίμανσης φρούτων, κυρίως εσπεριδοειδών.
Το ά. χρησιμοποιείται επίσης στη βιομηχανία για την παραγωγή αρκετών τύπων χαρτιού, για την παρασκευή πυριτικών κόνεων, στις συσκευασίες και επενδύσεις φιαλών καθώς και για την κατασκευή πλεγμάτων, καπέλων και σάκων. Στην τελευταία περίπτωση, το ά. προέρχεται από μαρτιάτικες ποικιλίες σιταριού, με σπόρους πολύ μικρούς, που καλλιεργούνται γι’ αυτό τον σκοπό και θερίζονται πριν ωριμάσουν.
Στην Ελλάδα, η περιοχή με τη μεγαλύτερη παραγωγή ά. είναι η Θεσσαλία.
Τμήμα αγρού με άχυρα (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
* * *και άχερο, το (AM ἄχυρον)(κυρ. στον πληθ.) τα άχυρατα κομμάτια της καλάμης που μένουν μετά το αλώνισμα των σιτηρών και τον αποχωρισμό του καρπούνεοελλ.μτφ.1. ανούσιο πράγμα2. κίτρινο ή ξανθό χρώμα3. φρ. «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» — λεπτολογώ μάταιααρχ.φρ.1. «ἄχυρα ἀπὸ τοῡ τοίχου ἀποσπῶ» — για ετοιμοθάνατους2. «ἄχυρα τῶν ἀστῶν» — οι μέτοικοι3. «ὄνος εἰς ἄχυρα» — αυτός που απολαμβάνει κάτι αν και δεν το αξίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μορφολογική και σημασιολογική συγγένεια του τ. άχυρον με τη λ. άχνη οδηγούν σε θέμα -r / n, ενώ πιθανή θεωρείται η σύνδεση του άχυρον και με το άχωρ*. Το νεοελλ. άχερο είναι μεταπλασμένος τ. του άχυρο(ν) με τροπή του άτονου [ι] σε [e] πριν από υγρό (πρβλ. αγκυλώνω-αγκελώνω, μάγειρας-μάγερας, μυρσίνη-μερσίνη, μυρμήγκι-μερμήγκι κ.ά.). Στην αρχαιότητα ο όρος απαντά κυρίως στον πληθ. άχυρα και δηλώνει «τον σανό, το πίτουρο, τον φλοιό των σιτηρών, προϊόν μετά το αλώνισμα ή το άλεσμα». Βλ. και λ. ακ-.ΠΑΡ. αχύρινος, αχυρώδης, αχυρώνας (-ών)αρχ.αχυρόςαρχ.-μσν.αχυρμιάνεοελλ.αχυρένιος.ΣΥΝΘ. αχυροφάγος αρχ. αχυροδόκημσν.αχυροθήκηνεοελλ.αχυραποθήκη και αχεραποθήκη, αχερόσπιτο, αχυροκόπι και αχεροκόπι, αχυροτόμος, αχυρόχαρτο, αχυρόχρους].
Dictionary of Greek. 2013.